πλημμελεῖς

πλημμελεῖς
πλημμελέω
make a false note in music
pres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic)
πλημμελής
out of tune
masc/fem acc pl
πλημμελής
out of tune
masc/fem nom/voc pl (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σαπρόφιλος — η, ο / σαπρόφιλος, ον, ΝΜΑ νεοελλ. 1. βιολ. χαρακτηρισμός οργανισμού που αναπτύσσεται σε οργανικές ουσίες οι οποίες βρίσκονται σε αποσύνθεση και από τις οποίες αντλεί τις θρεπτικές του ουσίες 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σαπρόφιλα ζωολ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”